- ανανδρικός
- -ή, -όαυτός που γίνεται με άνανδρο τρόπο, αυτός που αρμόζει σε άνανδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνανδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό τών Σχινά-Λεβαδέως ως απόδοση τού γαλλ. poltronesque].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνανδρος — η, ο (Α ἄνανδρος, ον) 1. (για ανθρώπους) ο μη ανδρείος, δειλός, άτολμος 2. (για πράγματα) αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα αρχ. 1. αυτός που δεν διαθέτει άνδρες, ο δίχως άνδρες 2. (για γυναίκες) αυτή που δεν έχει σύζυγο, ανύπανδρη ή χήρα 3. το ουδ … Dictionary of Greek